- οσιουργός
- ὁσιουργός, -όν (Α) αυτός που εκτελεί όσια έργα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσιος + -ουργός (< ἔργον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
οσιουργώ — ὁσιουργῶ, έω (Α) [οσιουργός] 1. εκτελώ όσια έργα 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁσιουργῆσαι ἀποκαρδιουργῆσαι, καὶ τὸ ἐπιλέγειν ἐν ταῑς θυσίαις, ὅταν ἀπάρχωνται τῶν θεῶν αὐτῶν» … Dictionary of Greek
όσιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Άκμασε την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ως επίσκοπος της Καρδούη ή Κορδούη της Ισπανίας. Πήρε μέρος στην A’ Οικουμενική Σύνοδο η οποία έγινε στη Νίκαια καθώς και στη Σύνοδο της Σαρδικής (347), κατά την… … Dictionary of Greek